λιάζω

λιάζω
λιάζω και ηλιάζω έλιασα και ήλιασα, λιάστηκα, λιασμένος
1. απλώνω κάτι στον ήλιο: Έλιασε τα ρούχα στην ταράτσα.
2. το μέσ., λιάζομαι και ηλιάζομαι ξαπλώνω κάτω από τον ήλιο για να ζεσταθώ ή να μαυρίσω: Λιάστηκα στην παραλία όλο το απόγευμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιάζω — λιάζω, έλιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: λιάζω : λιγότερο συχνό σε σχέση με την παθητική φωνή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιάζω — pres subj act 1st sg λιάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιάζω — (I) λιάζω (Α) βλ. λιάζομαι. (II) λιάζω (Α) [λίαν] 1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό 2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν λίαν ἐσπουδακέναι». (III) και ηλιάζω (AM ἡλιάζω) εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο νεοελλ. παθ …   Dictionary of Greek

  • λιάζοντα — λιάζω pres part act neut nom/voc/acc pl λιάζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιάσσαι — λιάζω aor inf act λιάσσαῑ , λιάζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιῶντι — λιάζω fut part act masc/neut dat sg λιάζω fut ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίαζον — λιάζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λιάζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλίαζον — λιάζω imperf ind act 3rd pl λιάζω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελίακα — λιάζω perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιάζειν — λιάζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”